- ἐυρρήνου
- ἐϋρρήνου , ἐύρρηνοςof a good sheepmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εΰρρηνος — ἐΰρρηνος, ον (Α) 1. ὁ ἐΰρρην* 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλό πρόβατο («ἐϋρρήνου ἀπὸ κόρσης». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρηνος (< ρην «πρόβατο»), πρβλ. πολύ ρρηνος] … Dictionary of Greek